κατάπαστος

κατάπαστος
κατάπαστος
besprinkled
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάπαστος — κατάπαστος, ον (Α) [καταπάσσω] 1. καλά πασπαλισμένος 2. καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος», Αριστοφ.) 2. κεντημένος, καταστολισμένος («χιτών χρυσῷ κατάπαστος», Διόδ.) 3. κατάλληλος για πασπάλισμα, για ράντισμα …   Dictionary of Greek

  • κατάπαστον — κατάπαστος besprinkled masc/fem acc sg κατάπαστος besprinkled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπάστοις — κατάπαστος besprinkled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπαστα — κατάπαστος besprinkled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπαστοι — κατάπαστος besprinkled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”